ορμέμφυτος

ορμέμφυτος
içgüdüsel, insiyaki

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που εκδηλώνεται από αυτόματη φυσική ορμή και όχι μετά από σκέψη, ενστικτώδης 2. το ουδ. ως ουσ. το ορμέμφυτο η φυσική ιδιότητα που υπάρχει στους ανθρώπους και στα ζώα και η οποία τούς παρακινεί να ενεργούν ενστικτωδώς, το ένστικτο.… …   Dictionary of Greek

  • ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που συμβαίνει από φυσική ορμή, από ένστικτο, ενστικτώδης. 2. ως ουσ., ορμέμφυτο, το ένστικτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”